- ὑδροκέλευθος
- ὑδρο-κέλευθος,A v. ὑγροκέλευθος 11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υδροκέλευθος — ον, Α πιθ. αυτός που αφήνει υγρά ίχνη, ὑγροκέλευθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κέλευθος «δρόμος»] … Dictionary of Greek
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek